ὦσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ὦσις < ὠθέω-ὠθῶ < πιθανολογείται ότι προέρχεται από το ἔθω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὦσις θηλυκό, γενική: ὤσεως
- η ώθηση αλλά και το χτύπημα
ὦσις < ὠθέω-ὠθῶ < πιθανολογείται ότι προέρχεται από το ἔθω
ὦσις θηλυκό, γενική: ὤσεως