αλάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλάνι | τα | αλάνια |
γενική | του | αλανιού | των | αλανιών |
αιτιατική | το | αλάνι | τα | αλάνια |
κλητική | αλάνι | αλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική alan + -ι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ) < παλαιά τουρκικά alaŋ < πρωτοτουρκική *ala-n / *ala-ŋ < αραβική عَلَن ("δημόσιος").
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλάνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) ανοιχτός χώρος σε αστικό περιβάλλον
- παιδί του δρόμου, που τριγυρίζει
- ※ Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Είμαστε αλάνια, (1951) Μαρίκα Νίνου, στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης.
- ≈ συνώνυμα: αγυιόπαιδο, αλητάκος, αλητάμπουρας, αλητόπαιδο, μαγκάκι, χαμίνι
- ※ Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
- άνθρωπος της παρανομίας, του υποκόσμου
Συγγενικά
επεξεργασία- αλάνα
- αλανάκι
- αλαναρία
- αλάνης
- αλανιάρα
- αλανιάρης
- αλανιάρικα
- αλανιάρικος
- αλάνικα
- αλάνικος
- αλανοπερίστερο