Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλητόπαιδο τα αλητόπαιδα
      γενική του αλητόπαιδου των αλητόπαιδων
    αιτιατική το αλητόπαιδο τα αλητόπαιδα
     κλητική αλητόπαιδο αλητόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλητόπαιδο < αλήτ(ης) + -ο- + -παιδο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλητόπαιδο ουδέτερο

  1. το παιδί με συμπεριφορά αλήτη, το αλητάκι
  2. ο νεαρός που φέρεται αλήτικα και που βρίσκεται στη μετεφηβική ηλικία ή πάντως δεν πλησιάζει την ηλικία των 30 ετών

  Μεταφράσεις επεξεργασία