αλητάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλητάκι | τα | αλητάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αλητάκι | τα | αλητάκια |
κλητική | αλητάκι | αλητάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλητάκι ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλητάκι
|