ἀγυιόπαις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝiˈo.pes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐γυι‐ό‐παις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγυιόπαις αρσενικό
- (καθαρεύουσα) αγυιόπαιδο, το παιδί του σοκακιού (αλητάκι)
ἀγυιόπαις αρσενικό