ἀγυιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀγυιά | αἱ | ἀγυιαί | ||||
γενική | τῆς | ἀγυιᾶς | τῶν | ἀγυιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀγυιᾷ | ταῖς | ἀγυιαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀγυιάν | τὰς | ἀγυιάς | ||||
κλητική ὦ! | ἀγυιά | ἀγυιαί | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγυιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγυια, με σπάνια μορφή ἀγυιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγυιά θηλυκό
- (καθαρεύουσα) στενός δρόμος, δρομάκι, σοκάκι
- ※ Έβρεχε ραγδαίως και η πνευστιώσα λάμψις των φανών του φωταερίου αντενακλάτο θαμβή επί των καθύγρων και ολισθηρών πλακών της λιθοστρώτου μικράς αγυιάς. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)