Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλανιάρης η αλανιάρα το αλανιάρικο
      γενική του αλανιάρη της αλανιάρας του αλανιάρικου
    αιτιατική τον αλανιάρη την αλανιάρα το αλανιάρικο
     κλητική αλανιάρη αλανιάρα αλανιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλανιάρηδες οι αλανιάρες τα αλανιάρικα
      γενική των αλανιάρηδων των αλανιάρικων
    αιτιατική τους αλανιάρηδες τις αλανιάρες τα αλανιάρικα
     κλητική αλανιάρηδες αλανιάρες αλανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αλανιάρης < αλάν(ι) + -ιάρης[1][2] < τουρκική alan

  Επίθετο

επεξεργασία

αλανιάρης, -α, -ικο

  1. που συχνάζει σε αλάνες
  2. που αναφέρεται σε αλάνες ή αλάνηδες
  3. (οικείο) (για πουλερικά) που είναι ελευθέρας βοσκής

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
αλανιάρης < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αλανιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλανιάρης οι αλανιάρηδες
      γενική του αλανιάρη των αλανιάρηδων
    αιτιατική τον αλανιάρη τους αλανιάρηδες
     κλητική αλανιάρη αλανιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αλανιάρης αρσενικό (θηλυκό: αλανιάρα & αλανιάρισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλανιάρης - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. A Modern Greek-English Dictionary (Νεοελληνικό-Αγγλικό Λεξικό) στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, γράμμα 'Α'
  2. αλανιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας