alan
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- alan < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آلان (alan)
Επίθετο
επεξεργασίαalan (tr)
- που παραλαμβάνει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαalan (tr)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- alan < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ) < παλαιά τουρκικά alaŋ < πρωτοτουρκική *ala-n/*ala-ŋ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: αλάνα, αλάνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαalan (tr)