αλανιάρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλανιάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αλανιάρικος, -η, -ο
- σχετικός με αλανιάρη ή χαρακτηριστικός αυτού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλανιάρικος
|