↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλανιάρισσα οι αλανιάρισσες
      γενική της αλανιάρισσας
    αιτιατική την αλανιάρισσα τις αλανιάρισσες
     κλητική αλανιάρισσα αλανιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλανιάρισσα < αλανιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλανιάρισσα θηλυκό (& αλανιάρα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλανιάρης