αλανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλανάκι | τα | αλανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αλανάκι | τα | αλανάκια |
κλητική | αλανάκι | αλανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλανάκι < αλάνης] ή αλάν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.laˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐νά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του αλάνι, του αλάνης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλάνι
αλανάκι
|