αλητάμπουρας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλητάμπουρας | οι | αλητάμπουρες |
γενική | του | αλητάμπουρα | των | αλητάμπουρων |
αιτιατική | τον | αλητάμπουρα | τους | αλητάμπουρες |
κλητική | αλητάμπουρα | αλητάμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλητάμπουρας < αλήτης + αλβανική burrë (άντρας) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλητάμπουρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) αλήτης
- ο γιος του έχει γίνει μεγάλος αλητάμπουρας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλητάμπουρας
|