αλητάμπουρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλητάμπουρας | οι | αλητάμπουρες |
γενική | του | αλητάμπουρα | των | (αλητάμπουρεν) |
αιτιατική | τον | αλητάμπουρα | τους | αλητάμπουρες |
κλητική | αλητάμπουρα | αλητάμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλητάμπουρας < αλήτ(ης) > αλητ(ο)- + πιθανόν αλβανική burrë (άντρας) + -ουρας [1][2] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλητάμπουρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) αλήτης
- ⮡ Ο γιος του έχει γίνει μεγάλος αλητάμπουρας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλητάμπουρας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλητάμπουρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «αλήτης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.