Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλαναρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλαναρί
α
οι
αλαναρί
ες
γενική
της
αλαναρί
ας
των
αλαναρι
ών
αιτιατική
την
αλαναρί
α
τις
αλαναρί
ες
κλητική
αλαναρί
α
αλαναρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλαναρία
<
αλάν(ης)
+
-αρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλαναρία
θηλυκό
(
λαϊκότροπο
) ένα σύνολο από
αλάνηδες
Συνώνυμα
επεξεργασία
αληταρία
αλητεία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αλάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλαναρία
αγγλικά
:
tramps
(en)
,
hoodlumism
(en)
γαλλικά
:
bande
(fr)
de
clochards
(fr)