• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλητεία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλητεία οι αλητείες
      γενική της αλητείας των αλητειών
    αιτιατική την αλητεία τις αλητείες
     κλητική αλητεία αλητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλητεία < αρχαία ελληνική ἀλητεία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλητεία θηλυκό

  1. ο τρόπος ζωής του αλήτη, το να περιφέρεται κανείς στους δρόμους χωρίς να εργάζεται
  2. η ιδιότητα του αλήτη, η ξεδιαντροπιά, η αναισχυντία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αλητεύω
  • αλήτης
  • αλήτικος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλητεία
  • γαλλικά : vagabondage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλητεία&oldid=5450383"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 13:44

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 13:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας