Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
chenapan
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
chenapan
chenapans
Ουσιαστικό
επεξεργασία
chenapan
(fr)
αρσενικό
(
παρωχημένο
)
ή
(
οικείο
)
αλητάκος
,
αλάνης
,
παλιόπαιδο