Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιόπαιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παλιόπαιδ
ο
τα
παλιόπαιδ
α
γενική
του
παλιόπαιδ
ου
των
παλιόπαιδ
ων
αιτιατική
το
παλιόπαιδ
ο
τα
παλιόπαιδ
α
κλητική
παλιόπαιδ
ο
παλιόπαιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιόπαιδο
<
παλιο-
+
παιδί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιόπαιδο
ουδέτερο
παιδί
με κακή συμπεριφορά,
ανάγωγο
ή με κακό χαρακτήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιόπαιδο
αγγλικά
:
brat
(en)
γαλλικά
:
garnement
(fr)