brat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brat | brats |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbrat (en)
- (αργκό) το παλιόπαιδο, το κωλόπαιδο, το σκατόπαιδο, το τσογλάνι
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (bs)
- ο αδελφός
Κροατικά (hr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (hr)
- ο αδελφός
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (pl) αρσενικό
- ο αδελφός
Συγγενικά
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (sr)
- λατινική γραφή του брат
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (sk)
- ο αδελφός
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrat (sl)
- ο αδελφός