τσογλάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσογλάνι | τα | τσογλάνια |
γενική | του | τσογλανιού | των | τσογλανιών |
αιτιατική | το | τσογλάνι | τα | τσογλάνια |
κλητική | τσογλάνι | τσογλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσογλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική iç oğlanı
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσογλάνι ουδέτερο
- (μειωτικό, προφορικό) άτομο νεαρής ηλικίας και κακής διαγωγής
- (παρωχημένο) ο νεαρός βοηθός του καφετζή