ἠτζογλάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἠτζογλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική iç oğlanı
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἠτζογλάνι, ἠτζογλάνια ουδέτερο
- (παρωχημένο) κατώτερο εκτελεστικό όργανο κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ※ Όταν στέλλεται από το κριτήριον των βελιτζήδων ή των δεπαρταμέντων ή των εγκληματικών ητζογλάνι, παζαρνιτζέλος, απρώτος ή αρμασέλος δια να προσκαλή τινά εις κρίσην.. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 4-6, 1936, σελ. 168
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἠτζογλάνι
|