Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιτσόγλανος οι αρχιτσόγλανοι
      γενική του αρχιτσόγλανου των αρχιτσόγλανων
    αιτιατική τον αρχιτσόγλανο τους αρχιτσόγλανους
     κλητική αρχιτσόγλανε αρχιτσόγλανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιτσόγλανος < αρχι- + τσογλάν(ι) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈt͡so.ɣla.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιτσόγλανος αρσενικό

  1. τσογλάνι (με μεγεθυντική σημασία)
  2. αρχηγός των τσογλανιών, αρχηγός παρέας που δημιουργεί προβλήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία