πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιτσόγλανος οι αρχιτσόγλανοι
      γενική του αρχιτσόγλανου των αρχιτσόγλανων
    αιτιατική τον αρχιτσόγλανο τους αρχιτσόγλανους
     κλητική αρχιτσόγλανε αρχιτσόγλανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιτσόγλανος < αρχι- + τσογλάν(ι) + -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιτσόγλανος αρσενικό

  1. τσογλάνι (με μεγεθυντική σημασία)
  2. αρχηγός των τσογλανιών, αρχηγός παρέας που δημιουργεί προβλήματα

Μεταφράσεις

επεξεργασία