τσογλαναράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσογλαναράς < τσογλάνι + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσογλαναράς αρσενικό
- μεγεθυντικό του τσογλάνι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσογλαναράς
|