Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκατόπαιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκατόπαιδ
ο
τα
σκατόπαιδ
α
γενική
του
σκατόπαιδ
ου
των
σκατόπαιδ
ων
αιτιατική
το
σκατόπαιδ
ο
τα
σκατόπαιδ
α
κλητική
σκατόπαιδ
ο
σκατόπαιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκατόπαιδο
<
σκατο-
+
-παιδο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκατόπαιδο
ουδέτερο
παιδί που έχει κακό χαρακτήρα και ενοχλεί τον κόσμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκατόπαιδο
αγγλικά
:
brat
(en)
γαλλικά
:
emmerdeur
(fr)