Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκατόπαιδο τα σκατόπαιδα
      γενική του σκατόπαιδου των σκατόπαιδων
    αιτιατική το σκατόπαιδο τα σκατόπαιδα
     κλητική σκατόπαιδο σκατόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατόπαιδο < σκατο- + -παιδο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατόπαιδο ουδέτερο

  • παιδί που έχει κακό χαρακτήρα και ενοχλεί τον κόσμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία