garnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- garnement < παλαιά γαλλική garnement < garnir + -ment
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
garnement | garnements |
garnement (fr) αρσενικό
- ο αλήτης, το παλιόπαιδο
ενικός | πληθυντικός |
garnement | garnements |
garnement (fr) αρσενικό