μάγκικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μάγκικα < μάγκικ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmaŋ.ɟi.ka/
Επίρρημα
επεξεργασία
μάγκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- με μάγκικο τρόπο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μάγκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ουσιαστικοποιημένο) η μάγκικη γλώσσα/διάλεκτος, αργκό
Εκφράσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μάγκικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
μάγκικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μάγκικος