τσαμπουκαλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαμπουκαλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çabukalı
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαμπουκαλής αρσενικό (θηλυκό: τσαμπουκαλού)
- (λαϊκότροπο) αυτός που φέρεται με τσαμπουκά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσαμπουκάς