↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαμπουκαλού οι τσαμπουκαλούδες
      γενική της τσαμπουκαλούς των τσαμπουκαλούδων
    αιτιατική την τσαμπουκαλού τις τσαμπουκαλούδες
     κλητική τσαμπουκαλού τσαμπουκαλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαμπουκαλού < τσαμπουκαλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa.bu.kaˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐μπου‐κα‐λού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαμπουκαλού θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσαμπουκαλής