krepusko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- krepusko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krepusko | krepuskoj |
αιτιατική | krepuskon | krepuskojn |
krepusko (eo)
- το λυκόφως
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krepusko | krepuskoj |
αιτιατική | krepuskon | krepuskojn |
krepusko (eo)