χάραμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΑυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Για τις γενικές πτώσεις: μήπως βρεθούν παραθέματα (εκτός από έναν τίτλο βιβλίου με τη λέξη 'χαράματος') ‑‑Sarri.greek ♫ | 13:53, 5 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάραμα | τα | χαράματα |
γενική | του | (χαράματος) | — | |
αιτιατική | το | χάραμα | τα | χαράματα |
κλητική | χάραμα | χαράματα | ||
Οι γενικές πτώσεις, δύσχρηστες. | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάραμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάραγμα με αφομοίωση [ɣm] > mm και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m] [1] Συγκρίνετε με τη νεοελληνική χάραγμα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρα‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάραμα ουδέτερο [2]
- το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που αρχίζει να φωτίζει και μέχρι πριν εμφανιστεί αρκετά ο ήλιος
- και σε επιρρηματική χρήση
- ⮡ έφυγε χαράματα
- ≈ συνώνυμα: μετά την ανατολή του ήλιου: πρωί πρωί, πρωινιάτικα, ξημερώματα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χάραμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «χάραμα» (με σχόλιο: χωρίς γενική) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)