άγρια χαράματα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άγρια, ουδέτερο πληθυντικός του επιθέτου άγριος (με την έννοια: "δύσκολος") & χαράματα, πληθυντικός του χάραμα
Έκφραση επεξεργασία
άγρια χαράματα
- (με έμφαση) πολύ νωρίς το πρωί
- ξύπνησα απ' τ' άγρια χαράματα για να πάω στο αεροδρόμιο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άγρια χαράματα
|