Δείτε επίσης: Χαραυγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαραυγή οι χαραυγές
      γενική της χαραυγής των χαραυγών
    αιτιατική τη χαραυγή τις χαραυγές
     κλητική χαραυγή χαραυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαραυγή < χάρ(αμα) + αυγή
(μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dawn[1]
 
η χαραυγή (1)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.ɾavˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ραυ‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαραυγή θηλυκό

  1. χάραμα, ξημέρωμα, αυγή
  2. (μεταφορικά) η πρώτη φανέρωση, η πρώτη εμφάνιση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία