πελός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πελός | η | πελή | το | πελό |
γενική | του | πελού | της | πελής | του | πελού |
αιτιατική | τον | πελό | την | πελή | το | πελό |
κλητική | πελέ | πελή | πελό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πελοί | οι | πελές | τα | πελά |
γενική | των | πελών | των | πελών | των | πελών |
αιτιατική | τους | πελούς | τις | πελές | τα | πελά |
κλητική | πελοί | πελές | πελά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πελός < πελλός με ορθογραφική απλοποίηση → λείπει η ετυμολογία Συγγενή: κυπριακή πελλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λός
- τονικό παρώνυμο: πέλος
Επίθετο
επεξεργασίαπελός, -ή, -ό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πελός
→ δείτε τη λέξη τρελός |
Πηγές
επεξεργασία- πελός σελ.5629 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠαρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πελός | ἡ | πελή | τὸ | πελόν |
γενική | τοῦ | πελοῦ | τῆς | πελῆς | τοῦ | πελοῦ |
δοτική | τῷ | πελῷ | τῇ | πελῇ | τῷ | πελῷ |
αιτιατική | τὸν | πελόν | τὴν | πελήν | τὸ | πελόν |
κλητική ὦ! | πελέ | πελή | πελόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πελοί | αἱ | πελαί | τὰ | πελᾰ́ |
γενική | τῶν | πελῶν | τῶν | πελῶν | τῶν | πελῶν |
δοτική | τοῖς | πελοῖς | ταῖς | πελαῖς | τοῖς | πελοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πελούς | τὰς | πελᾱ́ς | τὰ | πελᾰ́ |
κλητική ὦ! | πελοί | πελαί | πελᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελώ | τὼ | πελᾱ́ | τὼ | πελώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πελοῖν | τοῖν | πελαῖν | τοῖν | πελοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαπελός, -ή, -όν
- άλλη μορφή του πελλός
Πηγές
επεξεργασία- πελός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελός, πελλός, πέλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.