Δείτε επίσης: πανάγια, Παναγιά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Παναγία < παν- + αγία : η αγιότερη των πάντων  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΔΦΑ : /pa.naˈʝi.a/ δείτε και Παναγιά
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παναγία

Κύριο όνομα 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Παναγία
      γενική της Παναγίας
    αιτιατική την Παναγία
     κλητική Παναγία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Παναγία θηλυκό

  1. (χριστιανισμός)
    1. προσωνυμία και επίκληση της μητέρας του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου
    2. προσωνυμία και επίκληση της Αγίας Τριάδος
      Παναγία Τριάς ελέησον υμάς
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για πρόσωπο (ανεξάρτητα από φύλο) που είναι ή δείχνει ήρεμο και φρόνιμο ( δείτε και τη λέξη Παναγίτσα)
      μην βλέπεις πως φωνάζει τώρα, μπροστά στη μάνα του είναι Παναγία, δε λέει λέξη!

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κύριο όνομα 2

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία