Παναγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παναγία < παν- + αγία : η αγιότερη των πάντων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.naˈʝi.a/ δείτε και Παναγιά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐να‐γί‐α
Κύριο όνομα 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παναγία | ||
γενική | της | Παναγίας | ||
αιτιατική | την | Παναγία | ||
κλητική | Παναγία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Παναγία θηλυκό
- (χριστιανισμός)
- προσωνυμία και επίκληση της μητέρας του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου
- προσωνυμία και επίκληση της Αγίας Τριάδος
- Παναγία Τριάς ελέησον υμάς
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για πρόσωπο (ανεξάρτητα από φύλο) που είναι ή δείχνει ήρεμο και φρόνιμο (→ δείτε και τη λέξη Παναγίτσα)
- ⮡ μην βλέπεις πως φωνάζει τώρα, μπροστά στη μάνα του είναι Παναγία, δε λέει λέξη!
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πανάγιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Παναγία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Παναγία
Κύριο όνομα 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παναγία | οι | Παναγίες |
γενική | της | Παναγίας | των | Παναγιών |
αιτιατική | την | Παναγία | τις | Παναγίες |
κλητική | Παναγία | Παναγίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Παναγία θηλυκό