Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παναγίτσα οι Παναγίτσες
      γενική της Παναγίτσας
    αιτιατική την Παναγίτσα τις Παναγίτσες
     κλητική Παναγίτσα Παναγίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παναγίτσα < Παναγ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.naˈʝi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐να‐γί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παναγίτσα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. ονομασία, στην καθολιμουμένη, εκκλησιών αφιερωμένων στην Παναγία, καθώς και διαφόρων περιοχών, συνήθως γύρω από αυτούς τους ναούς
    μήπως ξέρετε αν αυτό το λεωφορείο περνάει από την Παναγίτσα στο Παλαιό Φάληρο ;
  3. (μεταφορικά ειρωνικό) χαρακτηρισμός προσώπου (ανεξαρτήτως φύλου) που είναι ή υποκρίνεται πως είναι ήρεμο, φρόνιμο, άκακο κ.λπ. (συνήθως λέγεται εμφατικά σε σχέση με τον ανάλογο χαρακτηρισμό Παναγία)
  4. γυναικείο όνομα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία