αγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγία | οι | άγιες |
γενική | της | αγίας | των | αγίων |
αιτιατική | την | αγία | τις | άγιες |
κλητική | αγία | άγιες | ||
Δημοφιλής και ο ανορθόδοξος πληθυντικός οι αγίες. Δείτε τις σημειώσεις στο επίθετο άγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «ιδιαιτέρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγία: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου άγιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈʝi.a/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γί‐α
- τονικό παρώνυμο: άγια, επίσης ἀγυιά (καθαρεύουσα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη άγιος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγία και άγια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άγιος
- ⮡ η αγία Αικατερίνη, να σε προστατεύει, παιδί μου
Πηγές
επεξεργασία- αγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας