πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπλοκή οι διαπλοκές
      γενική της διαπλοκής των διαπλοκών
    αιτιατική τη διαπλοκή τις διαπλοκές
     κλητική διαπλοκή διαπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπλοκή < διαπλέκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαπλοκή θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. η συνύφανση
  2. (διαφθορά) αόρατο πλέγμα συμφερόντων, η αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία