↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπλοκή οι διαπλοκές
      γενική της διαπλοκής των διαπλοκών
    αιτιατική τη διαπλοκή τις διαπλοκές
     κλητική διαπλοκή διαπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπλοκή < διαπλέκω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαπλοκή θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. η συνύφανση
  2. (διαφθορά) αόρατο πλέγμα συμφερόντων, η αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό
  3. στην πολιτική ο φαύλος κύκλος κυβερνώντων-τραπεζών-ΜΜΕ
    ⮡  Οι κυβερνώντες νομοθετούν χαρίζοντας τα χρέη τραπεζών και συνεργαζομένων ΜΜΕ.
    ⮡  Οι τράπεζες χορηγούν δάνεια σε συνεργαζόμενα ΜΜΕ και χρηματίζουν πολιτικούς μεμονωμένα αλλά και πολιτικά κόμματα.
    ⮡  Τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν τον ρόλο της προπαγάνδας υπέρ των κυβερνητικών.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία