↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπλεκόμενος η διαπλεκόμενη το διαπλεκόμενο
      γενική του διαπλεκόμενου της διαπλεκόμενης του διαπλεκόμενου
    αιτιατική τον διαπλεκόμενο τη διαπλεκόμενη το διαπλεκόμενο
     κλητική διαπλεκόμενε διαπλεκόμενη διαπλεκόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπλεκόμενοι οι διαπλεκόμενες τα διαπλεκόμενα
      γενική των διαπλεκόμενων των διαπλεκόμενων των διαπλεκόμενων
    αιτιατική τους διαπλεκόμενους τις διαπλεκόμενες τα διαπλεκόμενα
     κλητική διαπλεκόμενοι διαπλεκόμενες διαπλεκόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπλεκόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπλέκω

διαπλεκόμενος -η -ο

  1. που διαπλέκεται, που είναι έμμεσα ή ύποπτα συχνά και παράνομα συνδεδεμένος με άλλους (λέξη με αρνητική χροιά)
    διαπλεκόμενα συμφέροντα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία