διαπλεκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπλεκόμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπλέκω
Μετοχή
επεξεργασίαδιαπλεκόμενος -η -ο
- που διαπλέκεται, που είναι έμμεσα ή ύποπτα συχνά και παράνομα συνδεδεμένος με άλλους (λέξη με αρνητική χροιά)
- διαπλεκόμενα συμφέροντα