διαπλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπλέκω < αρχαία ελληνική
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπλέκω (και μέσο διαπλέκομαι)
- φέρνω μαζί και συνδέω, δημιουργώ σχέση μεταξύ στοιχείων, προσώπων κλπ. ώστε να μην διαχωριστούν εύκολα από το σύνολο, πχ. ως άτομα με κοινά συμφέροντα εμπλεκόμενα σε μια υπόθεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπλέκω | διέπλεκα | θα διαπλέκω | να διαπλέκω | διαπλέκοντας | |
β' ενικ. | διαπλέκεις | διέπλεκες | θα διαπλέκεις | να διαπλέκεις | διάπλεκε | |
γ' ενικ. | διαπλέκει | διέπλεκε | θα διαπλέκει | να διαπλέκει | ||
α' πληθ. | διαπλέκουμε | διαπλέκαμε | θα διαπλέκουμε | να διαπλέκουμε | ||
β' πληθ. | διαπλέκετε | διαπλέκατε | θα διαπλέκετε | να διαπλέκετε | διαπλέκετε | |
γ' πληθ. | διαπλέκουν(ε) | διέπλεκαν διαπλέκαν(ε) |
θα διαπλέκουν(ε) | να διαπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέπλεξα | θα διαπλέξω | να διαπλέξω | διαπλέξει | ||
β' ενικ. | διέπλεξες | θα διαπλέξεις | να διαπλέξεις | διάπλεξε | ||
γ' ενικ. | διέπλεξε | θα διαπλέξει | να διαπλέξει | |||
α' πληθ. | διαπλέξαμε | θα διαπλέξουμε | να διαπλέξουμε | |||
β' πληθ. | διαπλέξατε | θα διαπλέξετε | να διαπλέξετε | διαπλέξτε | ||
γ' πληθ. | διέπλεξαν διαπλέξαν(ε) |
θα διαπλέξουν(ε) | να διαπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπλέξει | είχα διαπλέξει | θα έχω διαπλέξει | να έχω διαπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπλέξει | είχες διαπλέξει | θα έχεις διαπλέξει | να έχεις διαπλέξει | έχε διαπλεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει διαπλέξει | είχε διαπλέξει | θα έχει διαπλέξει | να έχει διαπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπλέξει | είχαμε διαπλέξει | θα έχουμε διαπλέξει | να έχουμε διαπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπλέξει | είχατε διαπλέξει | θα έχετε διαπλέξει | να έχετε διαπλέξει | έχετε διαπλεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαπλέξει | είχαν διαπλέξει | θα έχουν διαπλέξει | να έχουν διαπλέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαπλεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαπλεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαπλεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαπλεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπλέκομαι | διαπλεκόμουν(α) | θα διαπλέκομαι | να διαπλέκομαι | ||
β' ενικ. | διαπλέκεσαι | διαπλεκόσουν(α) | θα διαπλέκεσαι | να διαπλέκεσαι | (διαπλέκου) | |
γ' ενικ. | διαπλέκεται | διαπλεκόταν(ε) | θα διαπλέκεται | να διαπλέκεται | ||
α' πληθ. | διαπλεκόμαστε | διαπλεκόμαστε διαπλεκόμασταν |
θα διαπλεκόμαστε | να διαπλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | διαπλέκεστε | διαπλεκόσαστε διαπλεκόσασταν |
θα διαπλέκεστε | να διαπλέκεστε | (διαπλέκεστε) | |
γ' πληθ. | διαπλέκονται | διαπλέκονταν διαπλεκόντουσαν |
θα διαπλέκονται | να διαπλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπλέχτηκα | θα διαπλεχτώ | να διαπλεχτώ | διαπλεχτεί | ||
β' ενικ. | διαπλέχτηκες | θα διαπλεχτείς | να διαπλεχτείς | διαπλέξου | ||
γ' ενικ. | διαπλέχτηκε | θα διαπλεχτεί | να διαπλεχτεί | |||
α' πληθ. | διαπλεχτήκαμε | θα διαπλεχτούμε | να διαπλεχτούμε | |||
β' πληθ. | διαπλεχτήκατε | θα διαπλεχτείτε | να διαπλεχτείτε | διαπλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | διαπλέχτηκαν διαπλεχτήκαν(ε) |
θα διαπλεχτούν(ε) | να διαπλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπλεχτεί | είχα διαπλεχτεί | θα έχω διαπλεχτεί | να έχω διαπλεχτεί | διαπλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπλεχτεί | είχες διαπλεχτεί | θα έχεις διαπλεχτεί | να έχεις διαπλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπλεχτεί | είχε διαπλεχτεί | θα έχει διαπλεχτεί | να έχει διαπλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπλεχτεί | είχαμε διαπλεχτεί | θα έχουμε διαπλεχτεί | να έχουμε διαπλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπλεχτεί | είχατε διαπλεχτεί | θα έχετε διαπλεχτεί | να έχετε διαπλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπλεχτεί | είχαν διαπλεχτεί | θα έχουν διαπλεχτεί | να έχουν διαπλεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπλέκω
|