Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπλέκω < αρχαία ελληνική

διαπλέκω (και μέσο διαπλέκομαι)

  • φέρνω μαζί και συνδέω, δημιουργώ σχέση μεταξύ στοιχείων, προσώπων κλπ. ώστε να μην διαχωριστούν εύκολα από το σύνολο, πχ. ως άτομα με κοινά συμφέροντα εμπλεκόμενα σε μια υπόθεση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία