εμπλεκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαεμπλεκόμενος, -η, -ο
- που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμπλεκόμενος αρσενικό
- εκείνος που εμπλέκεται, που έχει συμμετοχή σε ένα έργο, διαδικασία κλπ
- για το πρόβλημα αυτό πρέπει να γίνει διάλογος με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων