Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπλέκομαι < εμπλέκω

εμπλέκομαι

  1. συμμετέχω σε κάτι
  2. (μεταφορικά) παίρνω ενεργητικά μέρος σε κάποια κοινή προσπάθεια, αναλαμβάνω υπευθυνότητες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία