Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπλεγμένος η διαπλεγμένη το διαπλεγμένο
      γενική του διαπλεγμένου της διαπλεγμένης του διαπλεγμένου
    αιτιατική τον διαπλεγμένο τη διαπλεγμένη το διαπλεγμένο
     κλητική διαπλεγμένε διαπλεγμένη διαπλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπλεγμένοι οι διαπλεγμένες τα διαπλεγμένα
      γενική των διαπλεγμένων των διαπλεγμένων των διαπλεγμένων
    αιτιατική τους διαπλεγμένους τις διαπλεγμένες τα διαπλεγμένα
     κλητική διαπλεγμένοι διαπλεγμένες διαπλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπλέκω

  Μετοχή επεξεργασία

διαπλεγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία