συνδεδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνδέω
Μετοχή επεξεργασία
συνδεδεμένος, -η, -ο
- που έχει συνδεθεί ή εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
- συνδεδεμένος στο διαδίκτυο
- συνδεδεμένος σε μία ιστοσελίδα