Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδεδεμένος η συνδεδεμένη το συνδεδεμένο
      γενική του συνδεδεμένου της συνδεδεμένης του συνδεδεμένου
    αιτιατική τον συνδεδεμένο τη συνδεδεμένη το συνδεδεμένο
     κλητική συνδεδεμένε συνδεδεμένη συνδεδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδεδεμένοι οι συνδεδεμένες τα συνδεδεμένα
      γενική των συνδεδεμένων των συνδεδεμένων των συνδεδεμένων
    αιτιατική τους συνδεδεμένους τις συνδεδεμένες τα συνδεδεμένα
     κλητική συνδεδεμένοι συνδεδεμένες συνδεδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνδέω

  Μετοχή επεξεργασία

συνδεδεμένος, -η, -ο

  1. που έχει συνδεθεί ή εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
  2. συνδεδεμένος στο διαδίκτυο
  3. συνδεδεμένος σε μία ιστοσελίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία