Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδεδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνδεδεμέν
ος
η
συνδεδεμέν
η
το
συνδεδεμέν
ο
γενική
του
συνδεδεμέν
ου
της
συνδεδεμέν
ης
του
συνδεδεμέν
ου
αιτιατική
τον
συνδεδεμέν
ο
τη
συνδεδεμέν
η
το
συνδεδεμέν
ο
κλητική
συνδεδεμέν
ε
συνδεδεμέν
η
συνδεδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνδεδεμέν
οι
οι
συνδεδεμέν
ες
τα
συνδεδεμέν
α
γενική
των
συνδεδεμέν
ων
των
συνδεδεμέν
ων
των
συνδεδεμέν
ων
αιτιατική
τους
συνδεδεμέν
ους
τις
συνδεδεμέν
ες
τα
συνδεδεμέν
α
κλητική
συνδεδεμέν
οι
συνδεδεμέν
ες
συνδεδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδεδεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συνδέω
Μετοχή
επεξεργασία
συνδεδεμένος
, -η, -ο
που έχει
συνδεθεί
ή
εξαρτάται
από κάποιον ή κάτι
συνδεδεμένος στο
διαδίκτυο
συνδεδεμένος σε μία
ιστοσελίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδεδεμένος
αγγλικά
:
connected
(en)
(1),
online
(en)
(2)
γαλλικά
:
connecté
(fr)
,
lié
(fr)
,
joint
(fr)
,
attaché
(fr)
,
en ligne
(fr)