συνύφανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνύφανση | οι | συνυφάνσεις |
γενική | της | συνύφανσης* | των | συνυφάνσεων |
αιτιατική | τη | συνύφανση | τις | συνυφάνσεις |
κλητική | συνύφανση | συνυφάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυφάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνύφανση < (ελληνιστική κοινή) συνύφανσις < αρχαία ελληνική συνυφαίνω < σύν + ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνύφανση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνυφαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνύφανση
|