συνυφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυφαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνυφαίνω < συν- + ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-
- για τη σημασία «συναρτώ» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική interweave [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.niˈfe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νυ‐φαί‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐υ‐φαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασυνυφαίνω, πρτ.: συνύφαινα, αόρ.: συνύφανα, παθ.φωνή: συνυφαίνομαι, π.αόρ.: συνυφάνθηκα, μτχ.π.π.: συνυφασμένος
- (κυριολεκτικά) υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
- (μεταφορικά) οργανώνω, αναπτύσσω (μαζί με κάτι άλλο)
- (μεταφορικά) συναρτώ, εξαρτώ, δένω
Συγγενικά
επεξεργασία- συνύφανση
- συνυφασμένος
- → δείτε τις λέξεις συν και υφαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνυφαίνω | συνύφαινα | θα συνυφαίνω | να συνυφαίνω | συνυφαίνοντας | |
β' ενικ. | συνυφαίνεις | συνύφαινες | θα συνυφαίνεις | να συνυφαίνεις | συνύφαινε | |
γ' ενικ. | συνυφαίνει | συνύφαινε | θα συνυφαίνει | να συνυφαίνει | ||
α' πληθ. | συνυφαίνουμε | συνυφαίναμε | θα συνυφαίνουμε | να συνυφαίνουμε | ||
β' πληθ. | συνυφαίνετε | συνυφαίνατε | θα συνυφαίνετε | να συνυφαίνετε | συνυφαίνετε | |
γ' πληθ. | συνυφαίνουν(ε) | συνύφαιναν συνυφαίναν(ε) |
θα συνυφαίνουν(ε) | να συνυφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνύφανα | θα συνυφάνω | να συνυφάνω | συνυφάνει | ||
β' ενικ. | συνύφανες | θα συνυφάνεις | να συνυφάνεις | συνύφανε | ||
γ' ενικ. | συνύφανε | θα συνυφάνει | να συνυφάνει | |||
α' πληθ. | συνυφάναμε | θα συνυφάνουμε | να συνυφάνουμε | |||
β' πληθ. | συνυφάνατε | θα συνυφάνετε | να συνυφάνετε | συνυφάνετε | ||
γ' πληθ. | συνύφαναν συνυφάναν(ε) |
θα συνυφάνουν(ε) | να συνυφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνυφάνει | είχα συνυφάνει | θα έχω συνυφάνει | να έχω συνυφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις συνυφάνει | είχες συνυφάνει | θα έχεις συνυφάνει | να έχεις συνυφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει συνυφάνει | είχε συνυφάνει | θα έχει συνυφάνει | να έχει συνυφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνυφάνει | είχαμε συνυφάνει | θα έχουμε συνυφάνει | να έχουμε συνυφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε συνυφάνει | είχατε συνυφάνει | θα έχετε συνυφάνει | να έχετε συνυφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνυφάνει | είχαν συνυφάνει | θα έχουν συνυφάνει | να έχουν συνυφάνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνυφαίνομαι | συνυφαινόμουν(α) | θα συνυφαίνομαι | να συνυφαίνομαι | ||
β' ενικ. | συνυφαίνεσαι | συνυφαινόσουν(α) | θα συνυφαίνεσαι | να συνυφαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | συνυφαίνεται | συνυφαινόταν(ε) | θα συνυφαίνεται | να συνυφαίνεται | ||
α' πληθ. | συνυφαινόμαστε | συνυφαινόμαστε συνυφαινόμασταν |
θα συνυφαινόμαστε | να συνυφαινόμαστε | ||
β' πληθ. | συνυφαίνεστε | συνυφαινόσαστε συνυφαινόσασταν |
θα συνυφαίνεστε | να συνυφαίνεστε | (συνυφαίνεστε) | |
γ' πληθ. | συνυφαίνονται | συνυφαίνονταν συνυφαινόντουσαν |
θα συνυφαίνονται | να συνυφαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνυφάνθηκα | θα συνυφανθώ | να συνυφανθώ | συνυφανθεί | ||
β' ενικ. | συνυφάνθηκες | θα συνυφανθείς | να συνυφανθείς | συνυφάνσου | ||
γ' ενικ. | συνυφάνθηκε | θα συνυφανθεί | να συνυφανθεί | |||
α' πληθ. | συνυφανθήκαμε | θα συνυφανθούμε | να συνυφανθούμε | |||
β' πληθ. | συνυφανθήκατε | θα συνυφανθείτε | να συνυφανθείτε | συνυφανθείτε | ||
γ' πληθ. | συνυφάνθηκαν συνυφανθήκαν(ε) |
θα συνυφανθούν(ε) | να συνυφανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνυφανθεί | είχα συνυφανθεί | θα έχω συνυφανθεί | να έχω συνυφανθεί | συνυφασμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνυφανθεί | είχες συνυφανθεί | θα έχεις συνυφανθεί | να έχεις συνυφανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνυφανθεί | είχε συνυφανθεί | θα έχει συνυφανθεί | να έχει συνυφανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνυφανθεί | είχαμε συνυφανθεί | θα έχουμε συνυφανθεί | να έχουμε συνυφανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνυφανθεί | είχατε συνυφανθεί | θα έχετε συνυφανθεί | να έχετε συνυφανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνυφανθεί | είχαν συνυφανθεί | θα έχουν συνυφανθεί | να έχουν συνυφανθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συνυφασμένος - είμαστε, είστε, είναι συνυφασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συνυφασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συνυφασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συνυφασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συνυφασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συνυφασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συνυφασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυφαίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνυφαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυφαίνω < συν- + ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-
Πηγές
επεξεργασία- συνυφαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνυφαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.