Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνυφαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνυφαίνω < συν- + ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.niˈfe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νυ‐φαί‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐υ‐φαί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

συνυφαίνω, πρτ.: συνύφαινα, αόρ.: συνύφανα, παθ.φωνή: συνυφαίνομαι, π.αόρ.: συνυφάνθηκα, μτχ.π.π.: συνυφασμένος

  1. (κυριολεκτικά) υφαίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
  2. (μεταφορικά) οργανώνω, αναπτύσσω (μαζί με κάτι άλλο)
  3. (μεταφορικά) συναρτώ, εξαρτώ, δένω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνυφαίνω < συν- + ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία