χοροδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χοροδιδάσκαλος | οι | χοροδιδάσκαλοι |
γενική | του | χοροδιδάσκαλου & χοροδιδασκάλου |
των | χοροδιδάσκαλων & χοροδιδασκάλων |
αιτιατική | τον | χοροδιδάσκαλο | τους | χοροδιδάσκαλους & χοροδιδασκάλους |
κλητική | χοροδιδάσκαλε | χοροδιδάσκαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοροδιδάσκαλος < αρχαία ελληνική χοροδιδάσκαλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική maître-à-danser[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοροδιδάσκαλος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- χοροδιδασκαλείο
- χοροδιδασκαλία
- → δείτε τις λέξεις χορός και δάσκαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοροδιδάσκαλος
|
- ↑ χοροδιδάσκαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας