τσιφτετέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιφτετέλι | τα | τσιφτετέλια |
γενική | του | τσιφτετελιού | των | τσιφτετελιών |
αιτιατική | το | τσιφτετέλι | τα | τσιφτετέλια |
κλητική | τσιφτετέλι | τσιφτετέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσιφτετέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çiftetelli < çift (ζευγάρι) + telli < tel (τέλι) + -li → δείτε تل#Ottoman_Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡si.fteˈte.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐φτε‐τέ‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιφτετέλι ουδέτερο
- (χορός, μουσική) χορός της κοιλιάς και το είδος της μουσικής που τον συνοδεύει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
τσιφτετέλι στη Βικιπαίδεια
- απτάλικος (χορός)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιφτετέλι
Πηγές
επεξεργασία
- τσιφτετέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας