τσιφτές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσιφτές | οι | τσιφτέδες |
γενική | του | τσιφτέ | των | τσιφτέδων |
αιτιατική | τον | τσιφτέ | τους | τσιφτέδες |
κλητική | τσιφτέ | τσιφτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çift
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιφτές αρσενικό