Δείτε επίσης: τσιφτές
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσίφτης οι τσίφτηδες
      γενική του τσίφτη των τσίφτηδων
    αιτιατική τον τσίφτη τους τσίφτηδες
     κλητική τσίφτη τσίφτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίφτης αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) άνθρωπος έξυπνος
  2. (λαϊκότροπο) άψογος στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά.
      τον εμπιστεύομαι, είναι πολύ τσίφτης
      Ξεκρεμάω το καλό το κουστούμι μου […]. Μπαίνοντας στο μαγαζί κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι τσίφτης (Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, β΄ έκδοση ξανακοιταγμένη [ανατύπωση]. Αθήνα: Καστανιώτης, 1977, σ. 78. ISBN 960-03-0401-7)
  3. (προσφώνηση, λαϊκότροπο) μάγκας
     μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής
  4. (πτηνό) είδος αετού (Milvus migrans)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία