τσίφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίφτης | οι | τσίφτηδες |
γενική | του | τσίφτη | των | τσίφτηδων |
αιτιατική | τον | τσίφτη | τους | τσίφτηδες |
κλητική | τσίφτη | τσίφτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσίφτης < (άμεσο δάνειο) αλβανική qift < *qiftër < μεσαιωνική ελληνική ξεφτέρι (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή ὀξυπτέριον < αρχαία ελληνική ὀξύς + πτερόν (ή < τουρκικά çift < περσικά جفت: joft)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐φτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσίφτης αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος έξυπνος
- (λαϊκότροπο) άψογος στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά.
- ⮡ τον εμπιστεύομαι, είναι πολύ τσίφτης
- ※ Ξεκρεμάω το καλό το κουστούμι μου […]. Μπαίνοντας στο μαγαζί κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι τσίφτης (Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, β΄ έκδοση ξανακοιταγμένη [ανατύπωση]. Αθήνα: Καστανιώτης, 1977, σ. 78. ISBN 960-03-0401-7)
- (προσφώνηση, λαϊκότροπο) μάγκας
- ⮡ μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής
- (πτηνό) είδος αετού (Milvus migrans)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσίφτης
|