Δείτε επίσης: χοροστάσιο, χοροστασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοροστάσι τα χοροστάσια
      γενική
    αιτιατική το χοροστάσι τα χοροστάσια
     κλητική χοροστάσι χοροστάσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοροστάσι ουδέτερο

  1. (δημοτική, λαϊκότροπο) τόπος όπου χορεύουν
  2. το ψαλτήρι όπου βρίσκονται και ψάλλουν οι ψάλτες

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. χοροστάσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. χοροστάσιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)