↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χοροστᾰτα-
ονομαστική χοροστάτης οἱ χοροστάται
      γενική τοῦ χοροστάτου τῶν χοροστατῶν
      δοτική τῷ χοροστάτ τοῖς χοροστάταις
    αιτιατική τὸν χοροστάτην τοὺς χοροστάτᾱς
     κλητική ! χοροστάτ χοροστάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοροστάτ
γεν-δοτ τοῖν  χοροστάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοροστάτης < χορ(ός) + -ο- + ... (ἵστημι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοροστάτης [ᾰ] αρσενικό (θηλυκό χοροστάτις)

Άλλες μορφές

επεξεργασία