χοροστάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χοροστᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | χοροστάτης | οἱ | χοροστάται | |
γενική | τοῦ | χοροστάτου | τῶν | χοροστατῶν | |
δοτική | τῷ | χοροστάτῃ | τοῖς | χοροστάταις | |
αιτιατική | τὸν | χοροστάτην | τοὺς | χοροστάτᾱς | |
κλητική ὦ! | χοροστάτᾰ | χοροστάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοροστάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χοροστάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοροστάτης < χορ(ός) + -ο- + ... (ἵστημι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοροστάτης [ᾰ] αρσενικό (θηλυκό χοροστάτις)
- (θέατρο) αρχηγός του χορού, προεξάρχων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χοροστάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.