↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χοροστάτις αἱ χοροστάτιδες
      γενική τῆς χοροστάτιδος τῶν χοροστατίδων
      δοτική τῇ χοροστάτιδ ταῖς χοροστάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν χοροστάτιν τὰς χοροστάτιδᾰς
     κλητική ! χοροστάτι χοροστάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοροστάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  χοροστατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοροστάτις θηλυκό


Η αιτιατική και -ιδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)